- ναύλους
- ναύ̱λους , ναῦλοςpassage-moneymasc acc plναυλόωlet one's ship for hireimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυλοδόκος — και ναυλοδόχος, ὁ (Α) αυτός που εισπράττει ναύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦλος / ναῦλον + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος / δόχος] … Dictionary of Greek